baldakeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baldakeno | baldakenoj |
αιτιατική | baldakenon | baldakenojn |
baldakeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baldakeno | baldakenoj |
αιτιατική | baldakenon | baldakenojn |
baldakeno (eo)