balasto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balasto | balastoj |
αιτιατική | balaston | balastojn |
balasto (eo)
- το έρμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balasto | balastoj |
αιτιατική | balaston | balastojn |
balasto (eo)