balado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balado | baladoj |
αιτιατική | baladon | baladojn |
balado (eo)
- (πληροφορική) αρχείο (βίντεο ή μουσικής) που μπορεί κάποιος να κατεβάσει από το διαδίκτυο για να το ακούσει σε κινητή συσκευή