bakarato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakarato | bakaratoj |
αιτιατική | bakaraton | bakaratojn |
bakarato (eo)
- ο μπακαράς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakarato | bakaratoj |
αιτιατική | bakaraton | bakaratojn |
bakarato (eo)