bajto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bajto | bajtoj |
αιτιατική | bajton | bajtojn |
bajto (eo)
- (πληροφορική) το byte
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bajto | bajtoj |
αιτιατική | bajton | bajtojn |
bajto (eo)