baiseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- baiseur < baiser
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | baiseur | baiseurs |
θηλυκό | baiseuse | baiseuses |
baiseur (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη baiser