bachelier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bachelier | bacheliers |
θηλυκό | bachelière | bachelières |
bachelier (fr) αρσενικό
- (Γαλλία) κάτοχος του απολυτηρίου λυκείου (bac)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bachelier | bacheliers |
θηλυκό | bachelière | bachelières |
bachelier (fr) αρσενικό