Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.buʃ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
babouche babouches

babouche (fr) θηλυκό

  1. δερμάτινη παντόφλα, ανοιχτό προς τα πίσω, χωρίς τακούνι, που χρησιμοποιείται σαν παπούτσι σε μουσουλμανικά κράτη
  2. (γενικότερα) τέτοιου είδους παντόφλα, με ή χωρίς τακούνι, που χρησιμοποιείται σαν παπούτσι
     συνώνυμα: mule