babordo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | babordo | babordoj |
αιτιατική | babordon | babordojn |
babordo (eo)
- η αριστερή πλευρά ενός πλοίου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | babordo | babordoj |
αιτιατική | babordon | babordojn |
babordo (eo)