Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /by.jyˈmɛc/

büyümek (tr)

  1. (αμετάβατο) μεγαλώνω, διευρύνομαι, γίνομαι μεγαλύτερος ως προς το μέγεθος.
     συνώνυμα: irileşmek, genişlemek, serpilmek
     αντώνυμα: küçülmek
  2. (αμετάβατο) μεγαλώνω, για άνθρωπο, εξελίσσομαι σε ενήλικο.
     συνώνυμα: yetişmek
  3. (αμετάβατο) μεγαλώνω, γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία.
     συνώνυμα: yaşlanmak
     αντώνυμα: küçülmek, gençleşmek
  4. (αμετάβατο) αυξάνω, μεγαλώνω την αυστηρότητα
     συνώνυμα: artmak, şiddetlenmek
  5. (αμετάβατο) αυξάνω, μεγαλώνω την ποσότητα
     συνώνυμα: artmak, çoğalmak
     αντώνυμα: azalmak, küçülmek
  6. (αμετάβατο) γίνομαι πιο σημαντικός
     αντώνυμα: küçülmek

Παράγωγα

επεξεργασία