büyümek
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbüyümek (tr)
- (αμετάβατο) μεγαλώνω, διευρύνομαι, γίνομαι μεγαλύτερος ως προς το μέγεθος.
- (αμετάβατο) μεγαλώνω, για άνθρωπο, εξελίσσομαι σε ενήλικο.
- (αμετάβατο) μεγαλώνω, γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία.
- ≈ συνώνυμα: yaşlanmak
- ≠ αντώνυμα: küçülmek, gençleşmek
- (αμετάβατο) αυξάνω, μεγαλώνω την αυστηρότητα
- (αμετάβατο) αυξάνω, μεγαλώνω την ποσότητα
- (αμετάβατο) γίνομαι πιο σημαντικός