yetişmek (tr)

  1. προλαβαίνω
    İtfaiye yetişip yangını hemen söndürdü.
    Η πυροσβεστική πρόλαβε και έσβησε την φωτιά γρήγορα.
  2. φτάνω, πλησιάζω κάτι με το χέρι μου ή άλλα μέσα που διαθέτω, προσεγγίζω
    Yetişemiyorum, çok yüksekte.
    Δεν μπορώ να φτάνω, είναι πολύ ψηλά.

Συνώνυμα

επεξεργασία