Ετυμολογία

επεξεργασία
bédéphile < bédé
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bédéphile bédéphiles

bédéphile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία