Ετυμολογία

επεξεργασία

bâcler < λατινική bacculare

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɑ.kle/

bâcler (fr)

  1. (παρωχημένο) ασφαλίζω μια πόρτα ή ένα παράθυρο με μια μπάρα
  2. τελειώνω βιαστικά, στο γόνατο, μια εργασία
     συνώνυμα: expédier (οικείο) cochonner, saloper, torcher
     αντώνυμα: fignoler, soigner
  3. (αργκό) κλείνω
     αντώνυμα: débâcler