Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bâcler
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
bâcler
<
λατινική
bacculare
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
bɑ.kle
/
Ρήμα
επεξεργασία
bâcler
(fr)
(
παρωχημένο
)
ασφαλίζω
μια πόρτα ή ένα παράθυρο με μια μπάρα
τελειώνω
βιαστικά, στο γόνατο, μια εργασία
≈
συνώνυμα
:
expédier
(
οικείο
)
cochonner
,
saloper
,
torcher
≠
αντώνυμα
:
fignoler
,
soigner
(
αργκό
)
κλείνω
≠
αντώνυμα
:
débâcler