azteko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azteko | aztekoj |
αιτιατική | aztekon | aztekojn |
azteko (eo)
- ο Αζτέκος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azteko | aztekoj |
αιτιατική | aztekon | aztekojn |
azteko (eo)