azilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azilo | aziloj |
αιτιατική | azilon | azilojn |
azilo (eo)
- το άσυλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azilo | aziloj |
αιτιατική | azilon | azilojn |
azilo (eo)