azaleo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azaleo | azaleoj |
αιτιατική | azaleon | azaleojn |
azaleo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azaleo | azaleoj |
αιτιατική | azaleon | azaleojn |
azaleo (eo)