averaĝo
(Ανακατεύθυνση από averagxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | averaĝo | averaĝoj |
αιτιατική | averaĝon | averaĝojn |
averaĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | averaĝo | averaĝoj |
αιτιατική | averaĝon | averaĝojn |
averaĝo (eo)