aŭtoklavo
(Ανακατεύθυνση από autoklavo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtoklavo | aŭtoklavoj |
αιτιατική | aŭtoklavon | aŭtoklavojn |
aŭtoklavo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- autoklavo στο H-sistemo
- auxtoklavo στο X-sistemo