auditorat
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
auditorat | auditorats |
Ουσιαστικό επεξεργασία
auditorat (fr) αρσενικό
- η λειτουργία του ελεγκτή (σε βιομηχανία, λογιστικό γραφείο, συμβούλιο της επικρατείας, κ.α.)
ενικός | πληθυντικός |
auditorat | auditorats |
auditorat (fr) αρσενικό