aubade
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aubade | aubades |
aubade (fr) θηλυκό
- μουσική που παίζει κάποιος, νωρίς το πρωί, κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του
- donner une aubade