παραθετικά
θετικός atypical
συγκριτικός more atypical
υπερθετικός most atypical

  Ετυμολογία

επεξεργασία
atypical < a- + typical

  Επίθετο

επεξεργασία

atypical (en)

  • άτυπος, που δεν είναι τυπικό ή συνηθισμένο
    ⮡  atypical form of a disease - άτυπη μορφή μιας νόσου
    ⮡  atypical cells - άτυπα κύτταρα
     αντώνυμα: typical