ενικός         πληθυντικός  
attrape attrapes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

attrape (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) παγίδα
  2. (παρωχημένο) εξαπάτηση

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη attraper