attendrisseur
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
attendrisseur | attendrisseurs |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
attendrisseur (fr) αρσενικό
- συσκευή κρεοπωλείου που μαλακώνει το κρέας
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη attendrir
ενικός | πληθυντικός |
attendrisseur | attendrisseurs |
attendrisseur (fr) αρσενικό