atentoveka
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atentoveka | atentovekaj |
αιτιατική | atentovekan | atentovekajn |
atentoveka (eo)
- προκλητικός, που ελκύει την προσοχή των άλλων
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atentoveka | atentovekaj |
αιτιατική | atentovekan | atentovekajn |
atentoveka (eo)