atendo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atendo | atendoj |
αιτιατική | atendon | atendojn |
atendo (eo)
- η αναμονή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atendo | atendoj |
αιτιατική | atendon | atendojn |
atendo (eo)