atenco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atenco | atencoj |
αιτιατική | atencon | atencojn |
atenco (eo)
- η απόπειρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atenco | atencoj |
αιτιατική | atencon | atencojn |
atenco (eo)