astigmata
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | astigmata | astigmataj |
αιτιατική | astigmatan | astigmatajn |
astigmata (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | astigmata | astigmataj |
αιτιατική | astigmatan | astigmatajn |
astigmata (eo)