asterisko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asterisko | asteriskoj |
αιτιατική | asteriskon | asteriskojn |
asterisko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asterisko | asteriskoj |
αιτιατική | asteriskon | asteriskojn |
asterisko (eo)