astako
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | astako | astakoj |
αιτιατική | astakon | astakojn |
astako (eo)
- ο αστακός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | astako | astakoj |
αιτιατική | astakon | astakojn |
astako (eo)