asketo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asketo | asketoj |
αιτιατική | asketon | asketojn |
asketo (eo)
- ο ασκητής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asketo | asketoj |
αιτιατική | asketon | asketojn |
asketo (eo)