arzillo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arzillo | arzilli |
θηλυκό | arzilla | arzille |
Επίθετο
επεξεργασίαarzillo (it)
Πηγές
επεξεργασία- arzillo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).