artilerio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artilerio | artilerioj |
αιτιατική | artilerion | artileriojn |
artilerio (eo)
- το πυροβολικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artilerio | artilerioj |
αιτιατική | artilerion | artileriojn |
artilerio (eo)