artifiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artifiko | artifikoj |
αιτιατική | artifikon | artifikojn |
artifiko (eo)
- το στρατήγημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artifiko | artifikoj |
αιτιατική | artifikon | artifikojn |
artifiko (eo)