arseniko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- arseniko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arseniko | arsenikoj |
αιτιατική | arsenikon | arsenikojn |
arseniko (eo)
- το αρσενικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arseniko | arsenikoj |
αιτιατική | arsenikon | arsenikojn |
arseniko (eo)