arondismento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- arondismento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arondismento | arondismentoj |
αιτιατική | arondismenton | arondismentojn |
arondismento (eo)
- το γεωγραφικό διαμέρισμα μιας πόλης