arkivo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkivo | arkivoj |
αιτιατική | arkivon | arkivojn |
arkivo (eo)
- το αρχείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkivo | arkivoj |
αιτιατική | arkivon | arkivojn |
arkivo (eo)