ardezo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ardezo | ardezoj |
αιτιατική | ardezon | ardezojn |
ardezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ardezo | ardezoj |
αιτιατική | ardezon | ardezojn |
ardezo (eo)