aranĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aranĝo | aranĝoj |
αιτιατική | aranĝon | aranĝojn |
aranĝo (eo)
- η διαρρύθμιση, η οργάνωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aranĝo | aranĝoj |
αιτιατική | aranĝon | aranĝojn |
aranĝo (eo)