aprobo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aprobo | aproboj |
αιτιατική | aprobon | aprobojn |
aprobo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aprobo | aproboj |
αιτιατική | aprobon | aprobojn |
aprobo (eo)