apogo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apogo | apogoj |
αιτιατική | apogon | apogojn |
apogo (eo)
- η υποστήριξη, το στήριγμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apogo | apogoj |
αιτιατική | apogon | apogojn |
apogo (eo)