apogilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apogilo | apogiloj |
αιτιατική | apogilon | apogilojn |
apogilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apogilo | apogiloj |
αιτιατική | apogilon | apogilojn |
apogilo (eo)