aplombo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aplombo | aplomboj |
αιτιατική | aplombon | aplombojn |
aplombo (eo)
- η αταραξία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aplombo | aplomboj |
αιτιατική | aplombon | aplombojn |
aplombo (eo)