apliko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apliko | aplikoj |
αιτιατική | aplikon | aplikojn |
apliko (eo)
- η εφαρμογή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apliko | aplikoj |
αιτιατική | aplikon | aplikojn |
apliko (eo)