aperado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aperado | aperadoj |
αιτιατική | aperadon | aperadojn |
aperado (eo)
- η εμφάνιση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aperado | aperadoj |
αιτιατική | aperadon | aperadojn |
aperado (eo)