apendico
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apendico | apendicoj |
αιτιατική | apendicon | apendicojn |
apendico (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apendico | apendicoj |
αιτιατική | apendicon | apendicojn |
apendico (eo)