apendicito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- apendicito < γαλλική appendicite
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apendicito | apendicitoj |
αιτιατική | apendiciton | apendicitojn |
apendicito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apendicito | apendicitoj |
αιτιατική | apendiciton | apendicitojn |
apendicito (eo)