antracito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- antracito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antracito | antracitoj |
αιτιατική | antraciton | antracitojn |
antracito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antracito | antracitoj |
αιτιατική | antraciton | antracitojn |
antracito (eo)