antipodo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antipodo | antipodoj |
αιτιατική | antipodon | antipodojn |
antipodo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antipodo | antipodoj |
αιτιατική | antipodon | antipodojn |
antipodo (eo)