antimasker
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
antimasker (en)
- (νεολογισμός, μειωτικό, υγειονομική πολιτική) άτομο που αντιτίθεται στη χρήση μάσκας προσώπου ως προστατευτικού μέτρου επιβεβλημένου για λόγους δημόσιας υγείας (λ.χ. στην πανδημία του κορονοϊού)· ο αρνητής / η αρνήτρια μάσκας