antikorpo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- antikorpo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antikorpo | antikorpoj |
αιτιατική | antikorpon | antikorpojn |
antikorpo (eo)
- το αντίσωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antikorpo | antikorpoj |
αιτιατική | antikorpon | antikorpojn |
antikorpo (eo)